- αναζωγρώ
- ἀναζωγρῶ (-έω) (Α)επαναφέρω κάποιον στη ζωή, τόν ξαναζωντανεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + ζωγρῶ «σώζω τη ζωή κάποιου».ΠΑΡ. μσν. ἀναζώγρησις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναζώγρησις — ἀναζώγρησις ( εως), η (Μ) [ἀναζωγρῶ] επαναφορά κάποιου στη ζωή, ξαναζωντάνεμα … Dictionary of Greek